άρθρο του Περικλή Νεάρχου, Πρέσβυ ε.τ. στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 199, 11/09/2013)
Με την προαγωγή των αγορών σε κύριο, αν όχι αποκλειστικό, δανειοδότη των κρατών, τα τελευταία και η πολιτική εξουσία βρίσκονται σε θέση εξαρτήσεως από τις αγορές. Οι ρόλοι στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας αντιστρέφονται.
(μουρμούρα: μια πληρέστατη αποτύπωση των συνθηκών που επικρατούν)
Τις μέρες αυτές διεξάγεται στην Αθήνα το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας. Ένας από τους δύο χιλιάδες περίπου συνέδρους είναι ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας. Η παρουσία του στην Ελλάδα, που αντιπροσωπεύει σήμερα την αιχμή της κρίσεως στην Ευρωζώνη, είναι μια ευκαιρία για ν’ ακουσθούν δυνατότερα αυτά που λέει από καιρό για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Με απλά λόγια, ότι η αγορά, η ανταγωνιστικότητα, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν αρκούν ως βάση για την οικοδόμηση της Ευρώπης και ότι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα ιδανικά της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής πρόνοιας, της κοινής αναπτύξεως.
Αυτά τα απλά και αυτονόητα αποτελούν σήμερα, δυστυχώς, ζητούμενο και δείχνουν το μέγεθος της εκτροπής της Ευρώπης από τις βασικές αρχές και τις προσδοκίες, που ενέπνευσαν τους Ευρωπαϊκούς λαούς και εξασφάλισαν τη συγκατάθεσή τους για το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.
Θ’ αναρωτιόταν κανείς τι είναι αυτό που πήγε λάθος και εξέτρεψε την Ευρώπη από την υποτιθέμενη σωστή πορεία της. Η αλήθεια είναι ότι η οικοδόμηση της Ευρώπης βασίσθηκε από την αρχή πάνω σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομική βάση, που είχε μέσα της τα σπέρματα της σημερινής καταστάσεως. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν δραματικά, πρώτον, στο επίπεδο του διεθνούς οικονομικού συστήματος και, δεύτερον, στο επίπεδο του γεωπολιτικού σκηνικού. Σε ό,τι αφορά το πρώτον, παρατηρούμε ήδη από τη δεκαετία του ’70 τη σταδιακή κατάρρευση του διεθνούς οικονομικού συστήματος που είχε διαμορφωθεί μεταπολεμικά με τις συμφωνίες του BrettonWoods και χαρακτηριζόταν έντονα από τις θεωρίες και τις πολιτικές του Κεϋνσιανισμού. Ο Πρόεδρος Νίξον αποσυνέδεσε επισήμως, το 1971, το δολλάριο από τον χρυσό, που ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους των συμφωνιών του BrettonWoods. Αυτό επέτρεπε, πρακτικά, στις ΗΠΑ να καταχρώνται του ρόλου του δολλαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και να εξάγουν, σ’ έναν βαθμό, τα οικονομικά τους προβλήματα στον άλλο κόσμο.
Αυτό όμως που αποδείχθηκε ακόμη χειρότερο ήταν η λεγόμενη «απελευθέρωση» των χρηματιστικών αγορών, η οποία συμβάδισε με την κατάργηση των Συμφωνιών του BrettonWoods. Η «απελευθέρωση» των χρηματιστικών αγορών, σε συνδυασμό με τη χωρίς όρια προσφορά δολλαρίων, εξετόξευσε τις κερδοσκοπικές συναλλαγές και τις κατέστησε σταδιακά κυρίαρχες, σε βάρος των παραγωγικών επενδύσεων και των συναλλαγών πραγματικής οικονομίας.
Καταλυτικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή έπαιξε η υπονόμευση του περίφημου νόμου Glass-SteagallAct, που εισήγαγε ο Πρόεδρος Ρούσβελ, το 1933, για ν’ αντιμετωπίσει τη μεγάλη κρίση του 1929. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε διαπιστώσει ότι και στην κρίση αυτή είχε παίξει ολέθριο ρόλο η χρηματιστική κερδοσκοπία. Θεώρησε για τον λόγο αυτό αναγκαίο να διαχωρίσει τις τράπεζες σε εμπορικές και επενδυτικές, απαγορεύοντας αυστηρά στις πρώτες να επιδίδονται σε χρηματιστική κερδοσκοπία.
Ο νόμος αυτός άντεξε μέχρι τη δεκαετία του ’70. Δέχθηκε τότε τα πρώτα πλήγματα επί Νίξον και μετά, στη δεκαετία του ’80, επί Ρήγκαν. Τη χαριστική βολή κατέφερε ο Πρόεδρος Κλίντον το 1999. Η πτώση του νόμου αυτού προετοιμάσθηκε από την ανάδυση στις ΗΠΑ ενός πολύ ισχυρού παρατραπεζικού συστήματος και, στη συνέχεια, από την πρακτική των λεγομένων τιτλοποιήσεων και χρηματιστικών παραγώγων ολοένα και πιο σύνθετης και απροκάλυπτα κερδοσκοπικής μορφής.
Η «απελευθέρωση» αυτή των χρηματιστικών αγορών έφερε αναπόφευκτα την ολοένα και μεγαλύτερη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Οι χρηματοπιστωτικές δηλαδή αγορές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικές ελίτ άρχισαν ν’ αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή και έλεγχο πάνω στην οικονομική διαδικασία και την οικονομική πολιτική. Στο μέτρο δε που οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες αποδεικνύονται πολύ πιο προσοδοφόρες παραγκωνίζουν και παραμερίζουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Με τον τρόπο αυτό, το οικονομικό σύστημα, υποχείριο των κερδοσκοπικών αγορών, γίνεται σκανδαλωδώς άνισο και ταυτόχρονα χαοτικό και απρόβλεπτο.
Ποιοι πρωτοστάτησαν στην αλόγιστη αυτή χρηματιστικοποίηση του οικονομικού συστήματος; Προφανώς οι ΗΠΑ, που εγκατέλειψαν μονομερώς τους περιορισμούς των Συμφωνιών του BrettonWoods, και η Μεγάλη Βρετανία, που αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στον τομέα των χρηματιστικών υπηρεσιών. Οι δύο αυτές χώρες θεώρησαν σκόπιμο ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την προνομιακή επιρροή τους στους χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς για ν’ αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τους προβλήματα και να ενισχύσουν τη θέση τους. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ένας δεύτερος παράγων, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και η αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έγιναν η αιχμή του δόρατος για τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που υποκρύπτει υπερφίαλες φιλοδοξίες κυριαρχίας και ελέγχου, πάνω από σύνορα και κράτη.
Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως στην παγκοσμιοποίηση
Είναι δυνατόν να προωθήσει κανείς την οικοδόμηση της Ευρώπης και την πολιτική ενοποίησή της, ανοίγοντας ταυτοχρόνως τα σύνορά της προς όλο τον κόσμο, πάνω στη βάση ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που έχει στο επίκεντρό του τις «απελευθερωμένες» χρηματοπιστωτικές αγορές; Το ερώτημα είναι καίριο, γιατί παραπέμπει στις αρχές και στα ιδανικά που συνδέουν ένα σύνολο και εμπνέουν τη θέληση για ενότητα και κοινό πεπρωμένο.
Είναι λογικό η οικοδόμηση ενός νέου οικονομικού και πολιτικού συνόλου να απαιτεί μια στοιχειώδη οριοθέτηση προς τα έξω ώστε να γίνεται δυνατή η εφαρμογή Κεϋνσιανών πολιτικών για κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Η συνταγματοποίηση, μέσα από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνος, ενός άκρατου, διεθνούς νεοφιλελευθερισμού θέτει σε πλεονεκτική θέση τις πιο αναπτυγμένες και πιο ανταγωνιστικές οικονομίες και δημιουργεί σχίσμα στην Ευρώπη μεταξύ Βορρά και Νότου.
Πώς είναι δυνατόν να προστατευθεί το επίπεδο ζωής και να προωθηθεί η κοινή ανάπτυξη όλων των χωρών-μελών, όταν τίθεται ως κανόνας αναφοράς όχι η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης ως συνόλου, αλλά η ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας-μέλους χωριστά; Δεν είναι απορίας άξιον ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, εκδηλώνονται ήδη απροκάλυπτα ηγεμονικές τάσεις της οικονομικά ισχυρότερης χώρας και παραβιάζεται βάναυσα η αρχή της ισοτιμίας μεταξύ των χωρών-μελών;
Η εισαγωγή του ευρώ, χωρίς ανάλογη πρόοδο στην πολιτική ενοποίηση και υπό καθεστώς ακραίου νεοφιλελευθερισμού, επέτεινε τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ευρώπης και ενίσχυσε δυσανάλογα τον ρόλο των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται, προφανώς, οι πιο προβληματικές χώρες, όπως, κατά πρώτο λόγο, η Ελλάδα. Στις χώρες αυτές παρουσιάζεται ως μονόδρομος η αποδοχή των ρυθμίσεων που αξιώνουν οι δανειστές. Οι τελευταίοι αποκτούν, με τον τρόπο αυτό, εξουσία να καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική πολιτική των χωρών αυτών.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που προτείνεται ως αναγκαία βάση για τη δημοσιονομική ενοποίηση και πειθαρχία, αντικαθρεφτίζει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει θεσπισθεί από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και έχει αναχθεί σε καθεστωτική Αρχή. Με άλλα λόγια, η άσκηση από μια χώρα-μέλος μιας άλλης, μη νεοφιλελεύθερης πολιτικής, καθίσταται πρακτικά ανέφικτη. Θα πρέπει η πολιτική όλων των χωρών-μελών να εναρμονίζεται με τα καθιερωμένα δόγματα της ελεύθερης αγοράς.
Η επιβαλλόμενη, με τον τρόπο αυτό, πρωτοκαθεδρία της αγοράς, υπό συνθήκες μάλιστα απορρυθμίσεως των αγορών, ασύδοτης κερδοσκοπίας και προβληματικού διεθνούς νομισματικού συστήματος, θέτει την Ευρώπη στο επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, γιατί, αντίθετα με τις ΗΠΑ, δεν συνιστά μια οργανική πολιτική Ένωση και δεν έχει το πλεονέκτημα μιας Αμερικανικής Ομοσπονδιακής τράπεζας, που τυπώνει χρήμα.
Με βάση τους κανονισμούς με τους οποίους ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα κράτη παρεχώρησαν σ’ αυτή το δικαίωμα εκδόσεως νομίσματος και τα ίδια έγιναν απλοί χρήστες, στερούμενα από τις δυνατότητες χρηματοπιστωτικής επεκτάσεως που τους παρείχε προηγουμένως η Κεντρική τους Τράπεζα. Στην πραγματικότητα, με την προαγωγή των αγορών σε κύριο, αν όχι αποκλειστικό, δανειοδότη των κρατών, τα τελευταία και η πολιτική εξουσία βρίσκονται σε θέση εξαρτήσεως από τις αγορές. Οι σχέσεις πολιτικής και οικονομίας αντιστρέφονται. Πολύ περισσότεροι όταν οι λεγόμενες αγορές είναι παγκόσμιες, ανώνυμες και ανεξέλεγκτες.
Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερο νόημα το ερώτημα που θέτει ο Ντάνι Ρόντρικ στο βιβλίο του Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης για το κατά πόσο μπορούν να συνυπάρξουν οι παγκόσμιες αγορές, τα κυρίαρχα κράτη και η δημοκρατία. Προφανώς, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί κινδύνους και για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία και για τη δημοκρατία.
Με την προαγωγή των αγορών σε κύριο, αν όχι αποκλειστικό, δανειοδότη των κρατών, τα τελευταία και η πολιτική εξουσία βρίσκονται σε θέση εξαρτήσεως από τις αγορές. Οι ρόλοι στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας αντιστρέφονται.
(μουρμούρα: μια πληρέστατη αποτύπωση των συνθηκών που επικρατούν)
Τις μέρες αυτές διεξάγεται στην Αθήνα το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας. Ένας από τους δύο χιλιάδες περίπου συνέδρους είναι ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας. Η παρουσία του στην Ελλάδα, που αντιπροσωπεύει σήμερα την αιχμή της κρίσεως στην Ευρωζώνη, είναι μια ευκαιρία για ν’ ακουσθούν δυνατότερα αυτά που λέει από καιρό για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Με απλά λόγια, ότι η αγορά, η ανταγωνιστικότητα, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν αρκούν ως βάση για την οικοδόμηση της Ευρώπης και ότι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα ιδανικά της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής πρόνοιας, της κοινής αναπτύξεως.
Αυτά τα απλά και αυτονόητα αποτελούν σήμερα, δυστυχώς, ζητούμενο και δείχνουν το μέγεθος της εκτροπής της Ευρώπης από τις βασικές αρχές και τις προσδοκίες, που ενέπνευσαν τους Ευρωπαϊκούς λαούς και εξασφάλισαν τη συγκατάθεσή τους για το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.
Θ’ αναρωτιόταν κανείς τι είναι αυτό που πήγε λάθος και εξέτρεψε την Ευρώπη από την υποτιθέμενη σωστή πορεία της. Η αλήθεια είναι ότι η οικοδόμηση της Ευρώπης βασίσθηκε από την αρχή πάνω σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομική βάση, που είχε μέσα της τα σπέρματα της σημερινής καταστάσεως. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν δραματικά, πρώτον, στο επίπεδο του διεθνούς οικονομικού συστήματος και, δεύτερον, στο επίπεδο του γεωπολιτικού σκηνικού. Σε ό,τι αφορά το πρώτον, παρατηρούμε ήδη από τη δεκαετία του ’70 τη σταδιακή κατάρρευση του διεθνούς οικονομικού συστήματος που είχε διαμορφωθεί μεταπολεμικά με τις συμφωνίες του BrettonWoods και χαρακτηριζόταν έντονα από τις θεωρίες και τις πολιτικές του Κεϋνσιανισμού. Ο Πρόεδρος Νίξον αποσυνέδεσε επισήμως, το 1971, το δολλάριο από τον χρυσό, που ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους των συμφωνιών του BrettonWoods. Αυτό επέτρεπε, πρακτικά, στις ΗΠΑ να καταχρώνται του ρόλου του δολλαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και να εξάγουν, σ’ έναν βαθμό, τα οικονομικά τους προβλήματα στον άλλο κόσμο.
Αυτό όμως που αποδείχθηκε ακόμη χειρότερο ήταν η λεγόμενη «απελευθέρωση» των χρηματιστικών αγορών, η οποία συμβάδισε με την κατάργηση των Συμφωνιών του BrettonWoods. Η «απελευθέρωση» των χρηματιστικών αγορών, σε συνδυασμό με τη χωρίς όρια προσφορά δολλαρίων, εξετόξευσε τις κερδοσκοπικές συναλλαγές και τις κατέστησε σταδιακά κυρίαρχες, σε βάρος των παραγωγικών επενδύσεων και των συναλλαγών πραγματικής οικονομίας.
Καταλυτικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή έπαιξε η υπονόμευση του περίφημου νόμου Glass-SteagallAct, που εισήγαγε ο Πρόεδρος Ρούσβελ, το 1933, για ν’ αντιμετωπίσει τη μεγάλη κρίση του 1929. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε διαπιστώσει ότι και στην κρίση αυτή είχε παίξει ολέθριο ρόλο η χρηματιστική κερδοσκοπία. Θεώρησε για τον λόγο αυτό αναγκαίο να διαχωρίσει τις τράπεζες σε εμπορικές και επενδυτικές, απαγορεύοντας αυστηρά στις πρώτες να επιδίδονται σε χρηματιστική κερδοσκοπία.
Ο νόμος αυτός άντεξε μέχρι τη δεκαετία του ’70. Δέχθηκε τότε τα πρώτα πλήγματα επί Νίξον και μετά, στη δεκαετία του ’80, επί Ρήγκαν. Τη χαριστική βολή κατέφερε ο Πρόεδρος Κλίντον το 1999. Η πτώση του νόμου αυτού προετοιμάσθηκε από την ανάδυση στις ΗΠΑ ενός πολύ ισχυρού παρατραπεζικού συστήματος και, στη συνέχεια, από την πρακτική των λεγομένων τιτλοποιήσεων και χρηματιστικών παραγώγων ολοένα και πιο σύνθετης και απροκάλυπτα κερδοσκοπικής μορφής.
Η «απελευθέρωση» αυτή των χρηματιστικών αγορών έφερε αναπόφευκτα την ολοένα και μεγαλύτερη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Οι χρηματοπιστωτικές δηλαδή αγορές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικές ελίτ άρχισαν ν’ αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή και έλεγχο πάνω στην οικονομική διαδικασία και την οικονομική πολιτική. Στο μέτρο δε που οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες αποδεικνύονται πολύ πιο προσοδοφόρες παραγκωνίζουν και παραμερίζουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Με τον τρόπο αυτό, το οικονομικό σύστημα, υποχείριο των κερδοσκοπικών αγορών, γίνεται σκανδαλωδώς άνισο και ταυτόχρονα χαοτικό και απρόβλεπτο.
Ποιοι πρωτοστάτησαν στην αλόγιστη αυτή χρηματιστικοποίηση του οικονομικού συστήματος; Προφανώς οι ΗΠΑ, που εγκατέλειψαν μονομερώς τους περιορισμούς των Συμφωνιών του BrettonWoods, και η Μεγάλη Βρετανία, που αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στον τομέα των χρηματιστικών υπηρεσιών. Οι δύο αυτές χώρες θεώρησαν σκόπιμο ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την προνομιακή επιρροή τους στους χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς για ν’ αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τους προβλήματα και να ενισχύσουν τη θέση τους. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ένας δεύτερος παράγων, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και η αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έγιναν η αιχμή του δόρατος για τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που υποκρύπτει υπερφίαλες φιλοδοξίες κυριαρχίας και ελέγχου, πάνω από σύνορα και κράτη.
Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως στην παγκοσμιοποίηση
Είναι δυνατόν να προωθήσει κανείς την οικοδόμηση της Ευρώπης και την πολιτική ενοποίησή της, ανοίγοντας ταυτοχρόνως τα σύνορά της προς όλο τον κόσμο, πάνω στη βάση ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που έχει στο επίκεντρό του τις «απελευθερωμένες» χρηματοπιστωτικές αγορές; Το ερώτημα είναι καίριο, γιατί παραπέμπει στις αρχές και στα ιδανικά που συνδέουν ένα σύνολο και εμπνέουν τη θέληση για ενότητα και κοινό πεπρωμένο.
Είναι λογικό η οικοδόμηση ενός νέου οικονομικού και πολιτικού συνόλου να απαιτεί μια στοιχειώδη οριοθέτηση προς τα έξω ώστε να γίνεται δυνατή η εφαρμογή Κεϋνσιανών πολιτικών για κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Η συνταγματοποίηση, μέσα από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνος, ενός άκρατου, διεθνούς νεοφιλελευθερισμού θέτει σε πλεονεκτική θέση τις πιο αναπτυγμένες και πιο ανταγωνιστικές οικονομίες και δημιουργεί σχίσμα στην Ευρώπη μεταξύ Βορρά και Νότου.
Πώς είναι δυνατόν να προστατευθεί το επίπεδο ζωής και να προωθηθεί η κοινή ανάπτυξη όλων των χωρών-μελών, όταν τίθεται ως κανόνας αναφοράς όχι η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης ως συνόλου, αλλά η ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας-μέλους χωριστά; Δεν είναι απορίας άξιον ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, εκδηλώνονται ήδη απροκάλυπτα ηγεμονικές τάσεις της οικονομικά ισχυρότερης χώρας και παραβιάζεται βάναυσα η αρχή της ισοτιμίας μεταξύ των χωρών-μελών;
Η εισαγωγή του ευρώ, χωρίς ανάλογη πρόοδο στην πολιτική ενοποίηση και υπό καθεστώς ακραίου νεοφιλελευθερισμού, επέτεινε τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ευρώπης και ενίσχυσε δυσανάλογα τον ρόλο των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται, προφανώς, οι πιο προβληματικές χώρες, όπως, κατά πρώτο λόγο, η Ελλάδα. Στις χώρες αυτές παρουσιάζεται ως μονόδρομος η αποδοχή των ρυθμίσεων που αξιώνουν οι δανειστές. Οι τελευταίοι αποκτούν, με τον τρόπο αυτό, εξουσία να καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική πολιτική των χωρών αυτών.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που προτείνεται ως αναγκαία βάση για τη δημοσιονομική ενοποίηση και πειθαρχία, αντικαθρεφτίζει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει θεσπισθεί από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και έχει αναχθεί σε καθεστωτική Αρχή. Με άλλα λόγια, η άσκηση από μια χώρα-μέλος μιας άλλης, μη νεοφιλελεύθερης πολιτικής, καθίσταται πρακτικά ανέφικτη. Θα πρέπει η πολιτική όλων των χωρών-μελών να εναρμονίζεται με τα καθιερωμένα δόγματα της ελεύθερης αγοράς.
Η επιβαλλόμενη, με τον τρόπο αυτό, πρωτοκαθεδρία της αγοράς, υπό συνθήκες μάλιστα απορρυθμίσεως των αγορών, ασύδοτης κερδοσκοπίας και προβληματικού διεθνούς νομισματικού συστήματος, θέτει την Ευρώπη στο επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, γιατί, αντίθετα με τις ΗΠΑ, δεν συνιστά μια οργανική πολιτική Ένωση και δεν έχει το πλεονέκτημα μιας Αμερικανικής Ομοσπονδιακής τράπεζας, που τυπώνει χρήμα.
Με βάση τους κανονισμούς με τους οποίους ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα κράτη παρεχώρησαν σ’ αυτή το δικαίωμα εκδόσεως νομίσματος και τα ίδια έγιναν απλοί χρήστες, στερούμενα από τις δυνατότητες χρηματοπιστωτικής επεκτάσεως που τους παρείχε προηγουμένως η Κεντρική τους Τράπεζα. Στην πραγματικότητα, με την προαγωγή των αγορών σε κύριο, αν όχι αποκλειστικό, δανειοδότη των κρατών, τα τελευταία και η πολιτική εξουσία βρίσκονται σε θέση εξαρτήσεως από τις αγορές. Οι σχέσεις πολιτικής και οικονομίας αντιστρέφονται. Πολύ περισσότεροι όταν οι λεγόμενες αγορές είναι παγκόσμιες, ανώνυμες και ανεξέλεγκτες.
Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερο νόημα το ερώτημα που θέτει ο Ντάνι Ρόντρικ στο βιβλίο του Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης για το κατά πόσο μπορούν να συνυπάρξουν οι παγκόσμιες αγορές, τα κυρίαρχα κράτη και η δημοκρατία. Προφανώς, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί κινδύνους και για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία και για τη δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου